σηρικοποιός

σηρικοποιός
σηρῐκο-ποιός,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σηρικοποιός — και σιρικοποιός, ὁ, Α μεταξουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηρικός «μεταξωτός» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • σιρικοποιός — ὁ, Α βλ. σηρικοποιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”